- αθέτωση
- Πάθηση του νευρικού συστήματος, που οφείλεται σε συγγενείς ή επίκτητες εγκεφαλικές βλάβες και εκδηλώνεται με μια σειρά από ακούσιες, αργές, συνεχείς οφιοειδείς κινήσεις των άνω άκρων, κυρίως των δαχτύλων και των καρπών, σπανιότερα του κεφαλιού και των κάτω άκρων. Οι κινήσεις αυτές προκαλούν στρεβλώσεις και παράδοξες στάσεις ολόκληρου του σώματος.
* * *η Ιατρ.αργές, άσκοπες και ακούσιες κινήσεις τών χεριών και τών ποδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < athetosis, νεολατιν. επιστημον. όρος ελληνογενής < άθετος + -ωσις (-η)].
Dictionary of Greek. 2013.